- ημίβροχος
- ἡμίβροχος, -ον (Α)βλ. ημιβραχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -βροχος (< βροχή ή βρέχω), πρβλ. αδιά-βροχος, αλί-βροχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιβρόχοις — ἡμίβροχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek